- λαουτιέρης
- και λαουτάρης, οαυτός που παίζει λαούτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαούτο + κατάλ. -ιέρης, (πρβλ. καμηλ-ιέρης, τιμον-ιέρης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ιέρης — κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών ιταλικής προελεύσεως πρβλ. γκαραζιέρης, γκρουπιέρης, γονδολιέρης, καμαριέρης, καμηλιέρης, κανονιέρης, καροτσιέρης, λαντζιέρης, λαουτιέρης, μαουνιέρης, μπαγκιέρης, μπιραριέρης, μπουρλοτιέρης, πορτιέρης, σκουνιέρης,… … Dictionary of Greek
λαγουτάρης — και λαουτάρης, ο (Μ λα[γ]ουτάρης και λα[γ]ουτάρις) [λαγούτο] αυτός που παίζει λαούτο, λαουτιέρης … Dictionary of Greek
λαγουτιστής — και λαβουτιστής, ὁ (Μ) [λαγούτο] λαουτιέρης, παίκτης λαούτου … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek